- πανοραματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που μοιάζει με πανόραμα: Η άποψη του θεσσαλικού κάμπου από την κορυφή του Ολύμπου είναι πανοραματική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανοραματικός — ή, ό πανοραμικός. επίρρ... πανοραματικώς και ά σαν σε πανόραμα, πανοραμικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόραμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σ. Ν. Βασιλειάδη] … Dictionary of Greek
Κωδούνης, Άγγελος — (Αρναία Χαλκιδικής 1888 – Αθήνα 1924). Μουσικολόγος. Σπούδασε στο ωδείο Βέρντι του Μιλάνου και παρακολούθησε ανώτερα θεωρητικά μαθήματα στο ωδείο της Βιέννης. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την οργανολογία και τη μελέτη συστημάτων λειτουργίας μουσικών… … Dictionary of Greek
φαντασμαγορικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με φαντασμαγορία (βλ. λ.), ο φανταστικά ωραίος, ο θεαματικός, ο πανοραματικός, ο μαγικός: Φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)